Saturday, May 19, 2012

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ

Δεν θα ήταν υπερβολικό να πει κανείς ότι στην Ορθοδοξία υπάρχει σήμερα διαφωνία και σοβαρη διάσταση ιδεών. Το αίτιο είναι ο λεγόμενος Οικουμενισμός. Παρατηρεί κανείς δυο μερίδες, αυτών που είναι κατα του διαλόγου με εταιροδόξους, όπως τουλάχιστον αυτός φαίνεται να διεξάγεται και αυτών που είναι υπέρ. Το χάσμα μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων ευρύνεται όλο και περισσότερο καθώς η αντιπαλότητα παίρνει πολεμικές διαστάσεις. Τα επιχειρήματα είναι παλιά, μόνο οι τόνοι οξύνονται, πράγμα που δείχνει ότι η επικοινωνία και ο διάλογος μεταξύ των δύο πλευρών δεν υπάρχει ή έχει μειωθεί στο ελάχιστο. Πρόκειται για ένα παράδοξο φαινόμενο, μία και είμαστε στον αιώνα που οι επικοινωνίες είναι πανεύκολες. Είναι μάλιστα αξιοπερίεργο ότι προσπάθειες διαλόγου και γεφύρωσης διεστώτων γίνονται σε κατευθύνσεις που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν απίθανες. Και όμως γίνονται, ενώ μέσα στον Ελληνορθόδοξο χώρο παρατηρείται το αντίθετο. Συντηρητικοί και οικουμενιστές δεν μιλούν ο ένας με τον άλλο. Συντηρητικοί θεωρούνται στενόμυαλοι ενώ η αντίθετη παράταξη θεωρείται επικίνδυνη και δυναστική. Μήπως οι Ορθόδοξοι θα έπρεπε πρώτα να τακτοποιήσουν τα του οίκου τους πριν διαλεχθούν με τους μακράν ευρισκομένους; Μήπως η αγάπη της οποίας το όνομα μερικοί επικαλούνται έχει δύο μέτρα και διύο σταθμά;

Ας δούμε όμως το πρόβλημα πιο αναλυτικά. Το κέντρο της διένεξης βρίσκεται μεταξύ δύο βασικών νοημάτων, της αίρεσης και της αγάπης. Η αίρεση σχετίζεται άμεσα με το δόγμα. Ιστορικά το δόγμα θεωρήθηκε κεντρική έκφραση της πίστης. Το δόγμα εκφράζοντας την οντολογια της πίστης είναι η υπαρξιακή ουσία της. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι χωρίς το δόγμα η πίστη και κατ´ επέκταση η Εκκλησία χάνει την υπόσταση της. Απο την αρχή της ύπαρξης της Εκκλησίας, οι Πατέρες συνειδητοποίησαν ότι το δόγμα στην ουσία και την εκφρασή του έπρεπε να παραμείνει ακαίρεο, αναλλοίωτο και άσπιλο. Έτσι οι Αποστολοι και κατόπιν οι Πατέρες κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να διατηρήσουν την αγνότητα του δόγματος, γιατί κατάλαβαν ότι το δόγμα αποτελεί ένα είδος "γενετικου κώδικα" για την πίστη. Η παραμικρή αλλαγή θα μπορούσε να έχει τραγικά αποτελέσματα. Η ιστορία τους δικαίωσε. Οι συνέπειες της δογματικης μετάλλαξης φάνηκαν ιδιαίτερα στην εποχή μας όπου η διάσπαση του Χριστανικού σώματος σε χιλιάδες μη συμβατές μερίδες μαρτυρεί του λόγου το αληθές. Η διοικητική βεβαια διάσπαση είναι έκφραση της οντολογικής διάσπασης. Αυτό ίσως είναι ένα πλέον δύσκολο νόημα γιατι έχει να κάνει όχι με λογικές ή απλά συμβολικές θεωρήσεις, αλλά με ουσία και εμπειρία. Με απλά λογική ή θεωρητική διάσταση ιδεών προσεγγίζεται εύκολα με την διαλεκτική. Η οντολογική όμως διάσταση απαιτεί βαθειά αναθεώρηση που πολλές φορές ξεπερνά λεκτικές εκφράσεις. Αυτό στη γλώσσα το πνεύματος λέγεται μετάνοια που στην ουσία σημαίνει όχι απλά αλλαγή σκέψης αλλά υπαρξιακή αλλοίωση. Όταν η βάση των δογματικών διαλόγων δεν είναι η μετάνοια, τότε οι διαλεγόμενοι μπορεί να συμφωνούν θεωρητικά, αλλά υπαρξιακά να απέχουν. Στους λεγόμενους θεολογικούς διαλόγους δημιουργείται η ψευδαίσθηση της επικοινωνίας χωρίς όμως να υπάρχει συμφωνία επι της ουσίας. Αίρεση είναι η άρνηση και αντίφαση της αλήθειας, ενώ αντίθετα το ορθό δόγμα είναι η γνήσια έκφραση της. Τι είναι αλήθεια και πως γνωρίζεται; Προκειται οπωσδήποτε για μία πολύ δύσκολη έννοια. Ο Ιησούς αρνήθηκε να διαλεχθεί με τον Πιλάτο όταν εκείνος τον ρώτησε τι σημαίνει αλήθεια. Ο αμύητος είναι αδύνατο να νοήσει την αλήθεια, γιατί η αλήθεια δεν είναι παράγωγο διανοητικής διαδικασίας αλλά έκφραση εμπειρίας. Χωρίς την εμπειρία δεν υπάρχει αλήθεια. Η αλήθεια λοιπόν γνωρίζεται μόνο μέσα απο την εμπειρία, πρωτίστως την προσωπική εμπειρία και δευτερευόντως από την εμπειρία άλλων. Βασική προϋπόθεση της εμπειρίας είναι η κάθαρση της καρδιάς. Δεν νοείται ουσιαστική και εμπειρική γνώση της αλήθειας χωρίς την κάθαρση. Κάθε άλλη γνώση ακόμη και αν προέρχεται απο τις αγνότερες των διαθέσεων είναι σε μέγιστο βαθμό λειψή και περιορισμένη.

Ως επί το πλείστον, συζητήσεις και θεολογικοί διάλογοι βασίζονται σε έμμεση γνώση, με αλλά λόγια, σε γνώση που προέρχεται από την εμπειρία άλλων. Οι διάλογοι αυτοί είναι απλά μία συστηματικοποίηση αυτών των εννοιών. Τέτοια έμμεση γνώση όμως εύκολα υπόκειται σε σφάλμα, γιατι είναι πολύ δύσκολο να επιβεβαιωθεί αλλά και να ερμηνευθεί. Για να γίνει κανείς απλανης δέκτης και ερμηνευτης αυτών των εννοιών πρέπει να είναι ο ίδιος καθαρός. 

Οικουμενιστικοί κύκλοι επικαλούνται πρωτίστως την αγάπη σαν βάση του διαλόγου. Εκφράζουν μάλιστα πολλές φορές την γνώμη ότι το δόγμα μπορεί να θυσίαζεται για την αγάπη.  Μία και η αγάπη είναι το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα του Χρισταινού, εφ’ όσον ο Θεός είναι αγάπη, φαίνεται λογικό και αναμφισβητητο ότι η αγάπη προέχει όλων, ακόμα και του δόγματος. Αυτός ο συλλογισμός προϋποθέτει ότι η αγάπη και το δόγμα είναι ασύμβατα και το ένα αποκλείει το άλλο.  Κάτι τέτοιο βέβαια θα ήταν παράδοξο για τον Χριστιανισμό που έφερε σε αρμονικό συνύπαρξη τις δύο αυτές έννοιες.  Είτε η αγάπη χωρίς το δόγμα δεν είναι πραγματική αγάπη, αλλά και το δόγμα χωρίς της αγάπη δεν είναι πραγματικό δόγμα.


Εδώ νομίζω το πρόβλημα είναι σημασιολογικό. Όπως και με το νόημα της αλήθειας, το νόημα της αγάπης είναι κατά πολύ παρεξηγημένο. Και αυτο γιατί η αγάπη ταυτίστηκε με το συναίσθημα. Αν και το συναίσθημα μπορεί να γίνει μέρος της αγάπης, οι έννοιες δεν είναι ταυτόσημες. Η αγάπη, μπορεί να πει κανείς, στην Χριστιανική της διάσταση, είναι ανεξάρτητη από το συναίσθημα. Αγάπη εξ ορισμού είναι η άρνηση του εγώ και το δόσιμο στον άλλο. Ο άνθρωπος που αγαπάει δεν περιμένει να πάρει απολύτως τίποτα. Αγάπη κινούμενη από ανάγκη να λάβει είναι αδιανόητη. Υπ´ αυτή λοιπόν την έννοια, η αγάπη κινείται στη διάσταση του πνεύματος και οχι του συναισθήματος ή της λογικής.  Για να δώσει όμως κάποιος πρέπει να έχει. Οι οικουμενιστικοί διάλογοι λένε ότι βασίζονται στην αγάπη.  Πανω σ´ αυτή τη λογική υπάρχουν πολλά ερωτήματα. Ποιά είναι η αλήθεια; Δίνει η κάθε πλευρά χωρίς να περιμένει τίποτα; Τι δίνουμε στους άλλους και τι μας δίνουν; Ποια είναι τα πραγματικά κίνητρα της καθε πλευράς; Μήπως είναι τα ίδια: να πείσουν τους άλλους να ασπασθούν τις δικές τους ιδέες; Μήπως είναι να βρουν απο τους άλλους στοιχεία που τους βολεύουν; Μήπως να αποκτήσουν έν τη ενώσει κοσμική δύναμη; Η αλήθεια σ´ αυτή την περίπτωση πρέπει να εκφραστεί χωρίς υπονοούμενα αλλά με ευθύτητα, σαφηνεια και ειλικρίνεια. Η αλήθεια πρέπει να παρουσιασθεί η αυτή και στους ημετερους αλλά και σ´ αυτούς μέ τους οποίους διεξάγεται ο δίαλογος για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις ούτε να δημιουργείται η αίσθηση μιάς κρυφής ατζέντας. Στην έκθεση αυτή θα πρέπει να απαντηθούν όλα αυτά τα ερωτήματα ακόμα και αν ριψοκινδυνευτεί διαφωνία. Χωρίς καλούς "λογαριασμούς", παρεξηγήσεις και διχασμοί μεγαλυτέρων διαστάσεων θα συνεχίζουν να δημιουργούνται. Φοβούμαι όμως ότι μέσα στην προσπάθεια να δημιουργηθούν θετικές εντυπώσεις για τον Οικουμενισμό θυσιάζεται η ευθύτητα και η ειλικρίνεα και προς τους άλλους αλλά και προς τους ημετέρους.

Στην καρδιά της Ορθόδοξης θεολογίας κεντρικό ρόλο έχει η έννοια της Εκκλησίας που αποτελεί θεμελιώδες δόγμα. Η Εκκλησία όχι απλά περιλαμβάνει, αλλά είναι το περιεχόμενο της Αλήθειας, όπως αυτή εκφράστηκε από τους αγίους, δηλαδή τους φωτισμένους. Θα ήταν λάθος η Εκκλησία απλά να θεωρηθεί σαν ένα σύνολο ανθρώπων που αποτελούν τα ορατά μέλη μίας οποιασδήποτε Χριστιανικής ομάδας. Η Εκκλησία, η μία και αγία, είναι μυστήριο. Έτσι και η σύνθεσή της αλλά κατά πολύ και η ουσία της παραμένουν κεκρυμένα.  Η μύηση στο μυστήριο της Εκκλησίας δεν είναι απλά συμμετοχή σε μία τελετουργία αλλά μέθεξη στη μυστική κοινωνία που είναι η καθαρτική και αγιαστική χάρη του Τριαδικού Θεού.  Κυριολεκτικά χιλιάδες Χριστιανικών ομάδων διεκδικούν σήμερα τον τίτλο της Εκκλησίας. Έτσι δημιουργείται η αίσθηση ότι αυτό που χωρίζει τις διάφορες Εκκλησίες είναι απλά ορισμένες διαφορές απόψεων που θα μπορούσαν να λυθούν με τον διάλογο, αγνοώντας ότι όπως η αλήθεια και στην εμπειρία και στην έκφρασή της είναι μία, έτσι και η Εκκλησία είναι μία. 

Η Εκκλησία εύχεται ανά τους αιώνας «υπέρ της των πάντων ενώσεως» και δέεται να παύσουν τα σχίσματα των Εκκλησιών. Πως μπορεί η αγάπη να δέχτεί διασπάσεις και διαιρέσεις; Η απάντηση στην πρόκληση του Οικουμενισμού δεν είναι η άρνηση και η εσωστρέφεια, αλλά η ομολογία της αλήθειας με αγάπη αλλά και ευθύτητα. Οι δύο αυτές σπάνιες αλλά και περιζήτητες αρετές θα πρέπει ναι γίνουν ο γνώμονας των διαλόγων, όλων των διαλόγων.